- χαρα(γ)ή
- η1) надрез; насечка; 2) трещина, расселина; 3) воен, нарез (канала ствола)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρά — χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc/acc dual χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρᾷ — χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
χαρά — η 1. ευάρεστη συναισθηματική κατάσταση, ενθουσιασμός: Έχει χαρά, γιατί πέτυχε στο πανεπιστήμιο. 2. γάμος: Στη χαρά σου θα σου κάνω ένα καλό δώρο. 3. φρ., «μετά χαράς», πρόθυμα. 4. φρ., «χαρά στο πράμα», κάτι δεν αξίζει τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Μπερκ, Ρόμπερτ O’ Χάρα — (Robert O’Hara Burke, Σεντ Κλέραμ, Ιρλανδία 1820 – Αυστραλία 1861). Ιρλανδός εξερευνητής της Αυστραλίας. Την περίοδο 1860 61 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Αυστραλία, επιχειρώντας να τη διασχίσει από νότο προς βορρά. Αναχώρησε από τη… … Dictionary of Greek
χαρᾶι — χαρᾷ , χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράν — χαρά̱ν , χαρά joy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράς — χαρά̱ς , χαρά joy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραῖς — χαρά joy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραί — χαρά joy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)